- απορημα
- ἀπόρημα-ατος τό трудность, затруднение, вопрос Plat., Arst., Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόρημα — matter of doubt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόρημα — το (Α ἀπόρημα) ζήτημα για το οποίο υπάρχει απορία ή αμφιβολία αρχ. 1. ένσταση εναντίον επιχειρήματος 2. πρακτική δυσκολία, δυσχέρεια … Dictionary of Greek
ἀπορημάτων — ἀπόρημα matter of doubt neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορήμασι — ἀπόρημα matter of doubt neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορήμασιν — ἀπόρημα matter of doubt neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορήματα — ἀπόρημα matter of doubt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορήματος — ἀπόρημα matter of doubt neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαπόρημα — ἐπαπόρημα, το (Α) ζήτημα για το οποίο υπάρχει απορία, αμφιβολία και συνεκδ. η απορία, η αμφιβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + απόρημα «αμφιβολία»] … Dictionary of Greek
ζήτημα — το (AM ζήτημα) [ζητώ]·1. αυτό το οποίο ζητείται, το αντικείμενο τἡς έρευνας («οὐ ῥᾁδιον ζήτημα» δεν είναι πράγμα που βρίσκεται εύκολα, Ευρ.) 2. αιτία προστριβών, διαφορά, διένεξη («δημιουργεί ζητήματα εκ τού μηδενός» γεννά αφορμές για… … Dictionary of Greek
ՏԱՐԱԿՈՅՍ — (կուսի, ից.) NBH 2 0853 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c գ. ἁπορία inopia consilii, anxietas, quaestio ἁπόρημα dubium ἁμφισβήτησις dubitatio. եւ բայիւ ὁλιγοψυχέω, ἁθυμέω եւ այլն. Յայսկոյնս յայնկոյս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)